- καλλιγραφικός
- η , ό[ν] каллиграфический;
καλλιγραφικός χαρακτήρας — каллиграфический почерк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλλιγραφικός χαρακτήρας — каллиграфический почерк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλλιγραφικός — ή, ό (AM καλλιγραφικός, ή, όν) [καλλιγράφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιγραφία, ο γραμμένος με ωραία γράμματα 2. φρ. «καλλιγραφικά στοιχεία» τυπογραφικά στοιχεία που αναπαράγουν γράμματα γραμμένα με το χέρι μσν. φρ.… … Dictionary of Greek
καλλιγραφικός — ή, ό επίρρ. ά ο γραμμένος με καλλιγραφία: Το κείμενο αυτό προδίδει τον καλλιγραφικό χαρακτήρα του γραφέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλλιγραφικόν — καλλιγραφικός suited for fine penmanship masc acc sg καλλιγραφικός suited for fine penmanship neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιγραφικοῦ — καλλιγραφικός suited for fine penmanship masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιγραφικῆς — καλλιγραφικός suited for fine penmanship fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)